- μπεζές
- το безе (пирожное)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπεζές — ο συν. στον πληθ. οι μπεζέδες είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται από χτυπημένα ασπράδια αβγών και ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baiser «φιλώ»] … Dictionary of Greek